- κεντησιά
- η [κεντώ]1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κεντώ, κέντηση, κεντιά2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμησηβ) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
chindisi — CHINDISÍ vb. v. broda, coase. Trimis de siveco, 04.02.2008. Sursa: Sinonime chindisí, chindisésc, vb IV (înv.) 1. a broda, a coase la gherghef. 2. a garnisi, a împodobi ceva; a sculpta. Trimis de blaurb, 04.02.2008. Sursa: DAR chindisí… … Dicționar Român